- περιαδράχνω
- 1. αρπάζω από όλα τα μέρη, περιαρπάζω2. επιπλήττω, κατσαδιάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + αδράχνω «αρπάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιαδράχνω — περιάδραξα, αρπάζω απ όλα τα μέρη, από παντού κάτι, πιάνω κάτι δυνατά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραλαμβάνω — ΝΜΑ, κρητ. τ. παλλαμβάνω Α, περιλαβαίνω Ν 1. παίρνω κάτι που μού δίνεται από άλλον, λαμβάνω (α. «παρέλαβα τα δέματα που μού έστειλες» β. «παρέλαβον καὶ ἐνέβαλον εἰς τὸ πλοῑον [ενν. φορτίον]», πάπ.) 2. δέχομαι κάποιον κοντά μου ως βοηθό, σύμμαχο ή … Dictionary of Greek
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek
περιαρπάζω — 1. αρπάζω από παντού, περιαδράχνω 2. πιάνω κάτι σφιχτά 3. επιπλήττω δριμύτατα, καθυβρίζω … Dictionary of Greek
περιδράσσομαι — και περιδράττομαι, ΜΑ 1. πιάνω με τα δυο μου χέρια, περιαδράχνω («ἴχνη ποδῶν καὶ χειρῶν ὡς ἀντελαμβάνετο και περιεδράττετο», Πλούτ.) 2. μτφ. είμαι προσκολλημένος, αφοσιωμένος σε κάποιον («Χριστοῑο περιδράττεσθαι», Γρηγ. Ναζ.) 3. συλλαμβάνω με τον … Dictionary of Greek
περιλαβαίνω — περίλαβα 1. περιλαμβάνω, παίρνω, έχω μέσα, χωράω, περικλείνω. 2. παραλαβαίνω, δέχομαι, παίρνω: Σήμερα περιλάβαμε το εμπόρευμα από το τελωνείο. 3. πιάνω, τσακώνω, αρπάζω, περιαδράχνω: Τον περίλαβε από το γιακά και τον ταρακούνησε απειλητικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)